δυσεξιχνίαστος

δυσεξιχνίαστος
-η, -ο
1. αυτός που δύσκολα εξιχνιάζεται ή ανακαλύπτεται
2. δυσνόητος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • δυσεξιχνίαστος — η, ο αυτός που δύσκολα εξιχνιάζεται και εξηγείται: Αυτή η υπόθεση δολοφονίας ήταν δυσεξιχνίαστη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δαιδαλοειδής — –ές 1. λαβυρινθώδης, πολύπλοκος 2. περίτεχνος, καλλιτεχνικός 3. δυσεξιχνίαστος, σκοτεινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < δαίδαλος + είδης < είδος. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον Τάσο Νερούτσο («δαιδαλοειδείς ταινίαι»)] …   Dictionary of Greek

  • δυσαίσθητος — δυσαίσθητος, ον (Α) 1. αναίσθητος 2. εκείνος τού οποίου τα αισθητήρια όργανα παρουσιάζουν μειωμένη λειτουργία 3. δυσνόητος 4. δυσεξιχνίαστος …   Dictionary of Greek

  • δυσερεύνητος — η, ο (AM δυσερεύνητος, ον) δυσεξιχνίαστος* …   Dictionary of Greek

  • δυστέκμαρτος — δυστέκμαρτος, ον (Α) δυσεξιχνίαστος …   Dictionary of Greek

  • δύσληπτος — η, ο (AM δύσληπτος, ον) 1. αυτός που δύσκολα συλλαμβάνεται, πιάνεται 2. δυσνόητος («δύσληπτα νοήματα») νεοελλ. (για τροφή, φάρμακα) αυτός που δύσκολα λαμβάνεται, πίνεται ή τρώγεται αρχ. 1. αυτός που δύσκολα δίνει λαβή (ἐδόκει... δύσληπτον ὑπὸ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”